υσπέλεθος

υσπέλεθος
και ὕσπελθος, ὁ, Α
κοπριά χοίρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + σπέλεθος «κόπρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑσπελέθους — ὑσπέλεθος swine s dung masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσπέλεθον — ὑσπέλεθος swine s dung masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέλεθρος — ὁ, Μ κοπριά γουρουνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί ὑσπέλεθος*] …   Dictionary of Greek

  • υσπολώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «συβωτῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + πολῶ (< πολος < πέλω* / πέλομαι), πρβλ. οἰο πολῶ. Η μορφή ὑσ τού α συνθετικού (αντί ὑ ή ὑο , πρβλ. ὑ φορβός / ὑο φορβός) είτε οφείλεται σε αναλογία προς την λ. ὑσπέλεθος* (< ὑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”